TANGIBLY - ορισμός. Τι είναι το TANGIBLY
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι TANGIBLY - ορισμός


tangibly      
tangible         
A LEGAL CONCEPT IN COPYRIGHT LAW
Tangible; Tangibile
['tan(d)??b(?)l]
¦ adjective
1. perceptible by touch.
2. clear and definite; real.
¦ noun a tangible thing.
Derivatives
tangibility noun
tangibleness noun
tangibly adverb
Origin
C16: from Fr., or from late L. tangibilis, from L. tangere 'to touch'.
tangible         
A LEGAL CONCEPT IN COPYRIGHT LAW
Tangible; Tangibile
If something is tangible, it is clear enough or definite enough to be easily seen, felt, or noticed.
There should be some tangible evidence that the economy is starting to recover...
ADJ
tangibly
This tangibly demonstrated that the world situation could be improved.
ADV: usu ADV with v, also ADV adj
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για TANGIBLY
1. The UNCHR "doesn‘t do enough to help promote human rights tangibly for people on the ground," Lagon said.
2. And I could feel that very same anger pulsing almost tangibly from the men kneeling around me.
3. The President also welcomed G8 support for new initiatives that tangibly address real needs with real solutions.
4. It is important for the protection and support of the Iraqi forces and it is very tangibly rewarding.
5. His consolation was to be appointed BA‘s president and, more tangibly, the standing ovation he received at the annual general meeting when he entered the hall.